πολυπέταλος

πολυπέταλος
-η, -ο, Ν
(για άνθος) αυτός που έχει πολλά ελεύθερα πέταλα στη στεφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πέταλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”